του Πάνου Παλαιολόγου (*)
Όλοι οι ξενοδόχοι θα πρέπει να είµαστε πολύ περήφανοι γιατί παρά τα χρόνια της οικονοµικής κρίσης και αβεβαιότητας και παρά την πανδηµία Covid-19, καταφέραµε και αναβαθµίσαµε σηµαντικά το Ελληνικό τουριστικό προϊόν και τις υποδοµές του.

Από το “club” της Ανατολικής Μεσογείου µε Τουρκία, Αίγυπτο, Τυνησία, περάσαµε µε το σπαθί µας στο club της Ευρωπαϊκής Μεσογείου, µε Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία. Εκεί που ήµασταν η συγκριτικά “ακριβή” αγορά, γίναµε η “φθηνή” και φαινοµενικά έχουµε µπροστά µας περιθώρια ανόδου.

Tώρα όμως είναι και η ώρα που θα πρέπει να δείξουμε επαγγελματισμό και ωριμότητα και να μην κάνουμε τα ίδια λάθη του παρελθόντος.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το ξενοδοχειακό προϊόν ακολουθεί τους ίδιους βασικούς κανόνες που διέπουν μια εμπορική συναλλαγή, έχει τάσεις και μόδες, αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία διαφοροποίησης και το κυριότερο η τιμή του προσδιορίζεται με βάση τη προσφορά και τη ζήτηση. Μια αύξηση τιμών μόνο και μόνο γιατί η Ελλάδα «είναι στη μόδα» έχει πολύ «κοντά ποδάρια» και μπορεί να μας οδηγήσει και πάλι στο club της Ανατολικής Μεσογείου.

Από την άλλη πλευρά, το να κατασκευάζουμε άκριτα και παντού luxury ξενοδοχεία και να προσδοκούμε τις αντίστοιχες τιμές, χωρίς να αξιολογούμε αν υπάρχει ή μπορεί να διαμορφωθεί η ανάλογη ζήτηση, είναι τρομερά επικίνδυνο.

Τέτοιες ενέργειες θα μας οδηγήσουν, με μαθηματική ακρίβεια, σε ένα σπιράλ απαξίωσης και σε μια νέα γενιά προβληματικών ξενοδοχείων.

Έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα, όπου φορείς που δεν σχετίζονται και δεν γνωρίζουν το ξενοδοχειακό προϊόν, ανακαλύπτουν ξαφνικά στο … excel, τρόπο να βγάζουν υψηλότατες, πλην όμως θεωρητικές, υπεραξίες.

Αγοράζω ένα ξενοδοχείο σε μια περιοχή της οποίας το τουριστικό προϊόν διαμορφώνει μέσο ADR 120 ευρώ, το ανακαινίζω χωρίς να φεισθώ κεφαλαίων – συνήθως δανεικά – το διαμορφώνω σε super luxury και είμαι έτοιμος να εισπράξω ADR 400, αφού το προϊόν πλέον είναι εφάμιλλο πολύ καλών ξενοδοχείων, π.χ. της Μυκόνου. Οι σύμβουλοι μου – εκ του ασφαλούς – είναι και αυτοί σίγουροι και το μοντέλο στο excel δείχνει ότι έχω διπλασιάσει την επένδυσή μου.

Τελικά είναι πολύ εύκολος ο ξενοδοχειακός κλάδος στην Ελλάδα!

Σχεδόν πάντα, αυτό που γίνεται είναι ότι σε 1-2 σαιζόν ο «φέρελπις ξενοδόχος», θα ανακαλύψει τη πραγματικότητα, η ζήτηση της περιοχής όσο luxury προϊόν και να προσφέρει, δεν υποστηρίζει ADR πάνω από 180.

Έτσι θα αναγκαστεί να προσαρμόσει τις τιμές, αφού κανείς δεν μπορεί να πάει κόντρα στην αγορά. Πλέον όμως η επένδυση δεν θα βγαίνει και σιγά – σιγά ένα νέο προβληματικό ξενοδοχείο γεννιέται.

Αν το κακό έμενε εδώ, το πρόβλημα θα ήταν σχετικά περιορισμένο. Αυτό όμως που γίνεται είναι ότι τα υπόλοιπα ξενοδοχεία της περιοχής, τα οποία πλέον υστερούν σε προϊόν σημαντικά, χάνουν πελάτες, αφού με λίγο υψηλότερη τιμή, οι πελάτες επιλέγουν το νέο super luxury.

Τι κάνουν λοιπόν οι περισσότεροι;

Μειώνουν τις τιμές ώστε να προσελκύσουν πελάτες και για να βγαίνουν οικονομικά, υποβαθμίζουν τη ποιότητά τους, που τους οδηγεί σε σπιράλ απαξίωσης και τελικά δημιουργία και άλλων προβληματικών ξενοδοχείων.

Κάποιοι άλλοι ακολουθούν τον «πρωτοπόρο» και προβαίνουν σε μεγάλες ανακαινίσεις και επενδύσεις, οι οποίες είναι επίσης καταδικασμένες να αποβούν μη συμφέρουσες και να δημιουργήσουν «κάψιμο» κεφαλαίων.

Τελικά ο ξενοδόχος του “excel”, θα “πληγώσει” την τουριστική βιομηχανία όλης της περιοχής και μπορεί αυτός να μάθει στη πράξη ότι ο ξενοδοχειακός κλάδος δεν είναι και τόσο εύκολος, όμως αρκετοί νοικοκυραίοι συνάδελφοι θα αντιμετωπίσουν μικρό ή μεγάλο πρόβλημα.

Ο κλάδος μας έχει υποφέρει από τέτοιες καταστάσεις στο παρελθόν, αλλά δυστυχώς εξακολουθεί να υποφέρει.

Θέλουμε νέες επενδύσεις στο κλάδο, θέλουμε εμβληματικά επενδυτικά σχέδια, θέλουμε ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό, αλλά θέλουμε όλα αυτά να γίνονται με επαγγελματισμό, μελέτη και ρεαλιστικό σχεδιασμό.

Τέλος, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε δύο πολύ σημαντικούς παράγοντες, την προστιθέμενη αξία που βάζουμε στο προϊόν μας και το μέρος της αξίας που μένει στο τόπο μας.

Το πρώτο δείχνει τη πραγματική ανταγωνιστικότητά μας, αυτό που οι παλιοί στυλοβάτες του Τουρισμού αποκαλούσαν «Φιλοξενία» και ενώ υπολειπόταν σε υποδομές, κατάφερναν και κατοχύρωναν μια πολύ υψηλότερη αξία στο προϊόν τους.

Σήμερα θα πρέπει να εστιάσουμε σε  νέα στοιχεία διαφοροποίησης, που θα μας προσφέρουν πραγματικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Το δεύτερο είναι το εισόδημα που μένει στη χώρα μας, προωθεί τις ελληνικές επενδύσεις, δίνει κίνητρα εργασίας, εξυπηρετεί ελληνικά δάνεια και γενικά μοιράζεται σε ελληνικά χέρια.

Χωρίς πραγματική ανταγωνιστικότητα θα γυρίσουμε νομοτελειακά στο παλιό αλλά πλέον ξεπερασμένο προϊόν του «θάλασσα και ήλιος», ενώ χωρίς εθνική συμμετοχή στο εισόδημα, θα γίνουμε υπάλληλοι στο μαγαζί μας.

Δηλαδή απλοί νεροκουβαλητές…

(*) Ο κ. Πάνος Παλαιολόγος είναι ιδρυτής και πρόεδρος του ομίλου HotelBrain και το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος Νοεμβρίου του περιοδικού ΧΡΗΜΑ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

Πηγή: money-tourism.gr